πλεονασμό

πλεονασμό
fazlalık, çokluk, bolluk

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… …   Dictionary of Greek

  • πλεοναστικός — ή, ό, Ν [πλεονάζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλεονασμό 2. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά πλεονασμό. επίρρ... πλεοναστικώς με πλεοναστικό τρόπο, παραπανήσια, επιπλέον …   Dictionary of Greek

  • плеона́зм — а, м. лит. Оборот речи, в котором сочетаются однородные по значению слова, излишние с точки зрения логического смысла (бежать бегом, снилось во сне и т. д.). [От греч. πλεονασμος излишество] …   Малый академический словарь

  • αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …   Dictionary of Greek

  • απλεόναστος — ἀπλεόναστος, ον (Α) ο χωρίς πλεονασμό, χωρίς πρόσθετο, πλεοναστικό γράμμα (π.χ. σταφίς σε σχέση με το ασταφίς) …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • παρελκόντως — ΜΑ επιρρ. εκ περισσού, κατά πλεονασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέλκων, οντος, μτχ. τού ρ. παρέλκω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • παρολκή — ή, ΝΜΑ [παρέλκω] νεοελλ. ναυτ. η ρυμούλκηση, το τράβηγμα από την ξηρά ενός πλοίου ή άλλου πλωτού μέσου με πάρολκο, αλλ. πάρελξη, κν. γεντεκλίκι μσν. αρχ. 1. αναβολή, βραδύτητα, αργοπορία, χρονοτριβή («παρολκή χρόνου», Πορφ.) 2. γραμμ. πλεονασμός… …   Dictionary of Greek

  • περίσσεια — η, ΝΜΑ και περίσσεια ΜΑ [περισσεύω] περίσσευμα, πλεόνασμα, αφθονία, πλήθος («oἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος λαμβάνοντες», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ασθένεια περίσσειας» (φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται σε ασθένεια η οποία προκαλείται σε φυτό από την ύπαρξη …   Dictionary of Greek

  • περίφραση — η / περίφρασις, άσεως, ΝΜΑ [περιφράζω] σχήμα λόγου που υπάγεται στον πλεονασμό και σύμφωνα με το οποίο μια έννοια αποδίδεται στον λόγο πιο παραστατικά και ανάγλυφα με περισσότερες από μια λέξεις, ὁπως λ.χ. ο Γέρος τού Μοριά = ο Κολοκοτρώνης,… …   Dictionary of Greek

  • περιγεγονότως — ΜΑ επίρρ. 1. επιτυχώς, με θρίαμβο 2. εκ περισσού, κατά πλεονασμό, περιττώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. περιγεγονώς, ότος τού περιγίγνομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”